Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ περίχειρον

См. также в других словарях:

  • περίχειρον — τὸ, Α βραχιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χειρον (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. επί χειρα] …   Dictionary of Greek

  • περιχείροις — περίχειρον armlet neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχείριον — τὸ, Α [περίχειρον] κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση τού τριχώματος τού αλόγου …   Dictionary of Greek

  • περιχειρίδιον — τὸ, Α [περίχειρον] βραχιολάκι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»