-
1 περί-χειρος
περί-χειρος, = Vorigem; auch τὸ περίχειρον, = τὸ περιχείριον, Pol. 2, 29, 8.
См. также в других словарях:
περίχειρον — τὸ, Α βραχιόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χειρον (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. επί χειρα] … Dictionary of Greek
περιχείροις — περίχειρον armlet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχείριον — τὸ, Α [περίχειρον] κυκλικό πλεχτό βραχιόλι με το οποίο γινόταν η περιποίηση τού τριχώματος τού αλόγου … Dictionary of Greek
περιχειρίδιον — τὸ, Α [περίχειρον] βραχιολάκι … Dictionary of Greek